- ε(ν)σταντανέ
- τοάκλ. (λ. γαλλ.), η στιγμιαία φωτογράφιση, το στιγμιότυπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.